lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα πολωνική

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
kręcić, kwaśnieć, obracać, obrót, odwracać, przekręcać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα πολωνική, kręcić στα ελληνικά
στρίβω στα πολωνική