lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα πορτογαλικά

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
afastar, curva, deformar, fila, girar, meandro, retorcer, revolução, revolver, rizar, rodar, rotacional, soltar, torcer, tornear, trotar, vez, virar, voltar, volver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα πορτογαλικά, afastar στα ελληνικά
στρίβω στα πορτογαλικά