lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άρρωστος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άρρωστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
doente, dolorido, enfermo, frágil, mal, paralítico, ruim
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άρρωστος, άρρωστος σκύλος, άρρωστος ονειροκρίτης, άρρωστος ο φίλιππος συρίγος, άρρωστος ο σαμαράς, άρρωστος ο σάκης μπουλάς, άρρωστος στα πορτογαλικά, doente στα ελληνικά
άρρωστος στα πορτογαλικά