lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα ουκρανικά

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
виготовлення, вилікувати, ліки, лікування, лікувати, медикамент, медицина, наркотик, препарат, приготування, підготовка, підготування
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα ουκρανικά, виготовлення στα ελληνικά
ναρκωτικό στα ουκρανικά