lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσκοπος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άσκοπος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
estéril, inútil, vão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άσκοπος, άσκοπος στα πορτογαλικά, estéril στα ελληνικά
άσκοπος στα πορτογαλικά