lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έκβαση στα πορτογαλικά

Λέξη:
έκβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
afeito, conclusas, conclusão, consequência, efeito, impressão, porta, resulta, resultado, saída, seguida, sequela
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά έκβαση, εκβαση συνώνυμο, εκβαση συνώνυμα, έκβαση στα αγγλικά, έκβαση ορισμός, έκβαση λεξικό, έκβαση στα πορτογαλικά, afeito στα ελληνικά
έκβαση στα πορτογαλικά