lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έχω στα πορτογαλικά

Λέξη:
έχω (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
acústica, comer, confinar, entroncar, fruir, haver, ingerir, possuir, saber, ser, ter
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά έχω, έχω όλους τους δίσκους τους, έχω τρελαθεί μαζί σου στίχοι, έχω τρελαθεί μαζί σου, έχω εσένα, έχω γιορτή, έχω στα πορτογαλικά, acústica στα ελληνικά
έχω στα πορτογαλικά