lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρρώστια στα πορτογαλικά

Λέξη:
αρρώστια (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
abalo, afectiva, afecto, afectuosidade, afecção, afeição, choque, comoção, doença, mal
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αρρώστια, αρρώστια φοίνικα, αρρώστια τριανταφυλλιάς, αρρώστια του φιλιού, αρρώστια του καρέ, αρρώστια ονειροκριτης, αρρώστια στα πορτογαλικά, abalo στα ελληνικά
αρρώστια στα πορτογαλικά