lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατέλεια στα πορτογαλικά

Λέξη:
ατέλεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
carência, defeito, deficiência, desafecto, equivocais, erro, falha, falta, perversão, tacha, vicio
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ατέλεια, ταχυδρομική ατέλεια, θεατρική ατέλεια, η ατέλεια, ατέλεια στα αγγλικά, ατέλεια σεη, ατέλεια στα πορτογαλικά, carência στα ελληνικά
ατέλεια στα πορτογαλικά