lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατέλεια στα ουκρανικά

Λέξη:
ατέλεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
аварія, брак, бідність, вада, ваду, відлучка, відсутність, віце, голод, дефект, дефіцит, замість, заперечення, напруженість, невдача, невигода, недолік, недостача, неспроможність, нестаток, нестача, нестачу, перешкода, порок, хиба, хибу
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ατέλεια, ταχυδρομική ατέλεια, θεατρική ατέλεια, η ατέλεια, ατέλεια στα αγγλικά, ατέλεια σεη, ατέλεια στα ουκρανικά, аварія στα ελληνικά
ατέλεια στα ουκρανικά