αταβιστικός στα αγγλικά αταβιστικός στα τσεχική αταβιστικός στα γερμανικά αταβιστικός στα ισπανικά αταβιστικός στα γαλλικά αταβιστικός στα ρωσικά αταβιστικός στα σλοβακική αταβιστικός στα πολωνική
αναπτύσσω στα γερμανικά κορυδαλλός στα ιταλικά οξύ στα ρουμανική γνώση στα σουηδικά παρακολουθώ στα γερμανικά
γνώση συνώνυμα κορυδαλλός - πρώτη πόλη αναπτύσσω παρατατικός παρακολουθώ μαθήματα οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου