lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κορυδαλλός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lark, skylark
κορυδαλλός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
skřivan
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lerche
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lærke, sanglærke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alondra
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alouette, mauviette
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allodola, lodola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lerke, sanglerke, spratt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жаворонок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärka, skoj, skoja, spratt
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чучулига
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
жаваранак
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lõoke
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiuru, leivo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
pacsirta
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vieversys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calhandra, cotovia
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ciocârlie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жайворон, жайворонок, жайвір
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
skowronek

Σχετικές λέξεις

κορυδαλλός φυλακές, κορυδαλλός πτηνό, κορυδαλλός τκ, κορυδαλλός μετρό, κορυδαλλός χάρτης, κορυδαλλός 1975-79, κορυδαλλός - πρώτη πόλη, κορυδαλλός νοσοκομείο