lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαθύς στα πορτογαλικά

Λέξη:
βαθύς (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
acerbo, austero, baixo, categorizado, cobarde, entranhado, formal, grave, importante, penetrante, profundo, rígido, severo, sisudo, sério, vil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βαθύς, καθώς συνώνυμα, βαθύς ύπνος, βαθύς συνώνυμο, βαθύς κλίση, βαθύς καθαρισμός προσώπου στο σπίτι, βαθύς στα πορτογαλικά, acerbo στα ελληνικά
βαθύς στα πορτογαλικά