lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαθύς στα ρωσικά

Λέξη:
βαθύς (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (23):
важный, глубок, глубокий, глубокомыслен, глубокомысленный, мучительный, небольшой, невысокий, низкий, низкоросл, низкорослый, низмен, низменный, низок, основательный, респектабелен, респектабельный, серьезен, серьезный, серьёзный, степенен, степенный, строгий
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βαθύς, καθώς συνώνυμα, βαθύς ύπνος, βαθύς συνώνυμο, βαθύς κλίση, βαθύς καθαρισμός προσώπου στο σπίτι, βαθύς στα ρωσικά, важный στα ελληνικά
βαθύς στα ρωσικά