lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γελοίος στα πορτογαλικά

Λέξη:
γελοίος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
absurdo, bufo, chistoso, cómico, divertido, engraçado, grotesco, recreativo, ridículo, risível
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γελοίος, είσαι γελοίος, γελοίος συνώνυμα, γελοίος ορισμός, γελοίος ετυμολογία, γελοίος γνωμικά, γελοίος στα πορτογαλικά, absurdo στα ελληνικά
γελοίος στα πορτογαλικά