lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγάλος στα πορτογαλικά

Λέξη:
μεγάλος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
abundante, alto, amplo, cantito, elevado, eminente, enumerado, gancho, grana, grande, magno, sublime, sumo, volumoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μεγάλος, μεγάλος συνώνυμα, μεγάλος σταυρός απριλίου 2014, μεγάλος σεισμός στην ελλάδα, μεγάλος πέτρος, μεγάλος κωνσταντίνος, μεγάλος στα πορτογαλικά, abundante στα ελληνικά
μεγάλος στα πορτογαλικά