lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ογκώδης στα πορτογαλικά

Λέξη:
ογκώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
compacto, corpulento, maciço, sólido, volumoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ογκώδης, ογκώδησ συνώνυμα, ογκώδης συνώνυμο, ογκώδης βικιλεξικο, ογκώδης άγνοια, ογκώδης στα πορτογαλικά, compacto στα ελληνικά
ογκώδης στα πορτογαλικά