lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ογκώδης στα ρωσικά

Λέξη:
ογκώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
громоздкий, громоздок, крепкий, массивен, массивный, объемистый, прочный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ογκώδης, ογκώδησ συνώνυμα, ογκώδης συνώνυμο, ογκώδης βικιλεξικο, ογκώδης άγνοια, ογκώδης στα ρωσικά, громоздкий στα ελληνικά
ογκώδης στα ρωσικά