lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρήξιμο στα πορτογαλικά

Λέξη:
πρήξιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
tumefaciente, chichis, tumor
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πρήξιμο, πρήξιμο στο γόνατο, πρήξιμο στην κοιλιά, πρήξιμο στα χείλη, πρήξιμο στα χέρια, πρήξιμο στα πόδια, πρήξιμο στα πορτογαλικά, tumefaciente στα ελληνικά
πρήξιμο στα πορτογαλικά