lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προδίδω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
betray, confound, cuckold, disappoint, evince, falsify, frustrate, jilt
προδίδω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
oklamat, podvádět, podvést, prozradit, vydat, vyzradit, zklamat, zradit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betrügen, enttäuschen, verraten, versagen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forråde, røge, skuffe, svigte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decepcionar, defraudar, desilusionarse, fallar, faltar, frustrar, traicionar, vender
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décevoir, défriser, désappointer, frustrer, livrer, trahir, tromper
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deludere, ingannare, rivelare, tradire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forråde, røpe, skuffe, svika
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выдавать, изменять, обмануть, обманывать, предавать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gäcka, svika
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhgënjej
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
відазмяняць, зменьваць, мяняць, перайначваць, пераменьваць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
reetma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pettää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elárul, elárulni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atraiçoar, decepcionar, defraudar, frustrar, modificar, trair, trazer, vender
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
odhaliť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видавати, видати, видозмінити, видозмінювати, виказати, виказувати, вчинити, вчиняти, вчиніть, віддавати, відправити, відправляти, доручати, доручити, доручіть, здійснити, здійснювати, змінити, змінитися, змінювати, змінюватися, змінятися, змініться, зраджувати, зрадити, зрадьте, зрадіти, обдурювання, обдурювати, обман, обманювати, передавати, передати, переробіть, перетворити, перетворювати, перетворіться, призначати, призначити, скоїти, трансформувати, учинити, учиняти, чинити, шахрайство, штрейкбрехер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zawieść, zdradzać

Σχετικές λέξεις

προδίδω συνώνυμο, προδίδω κλιση, προδίδω ομορριζα, προδίδω αρχικοι χρονοι, προδίδω στα αγγλικά, προδίδω τι σημαινει, προδίδω αγγλικά