lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προκάτοχος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ancestor, antecedent, forerunner, precursor, predecessor, prior
προκάτοχος
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorgänge, vorgänger, vorlage, vorläufer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antecesor, precursor, predecesor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
devancier, prédécesseur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
precedente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forgjenger, forløper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предшественник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
папярэднік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
eelkäija
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edeltäjä
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
precursor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
predchodca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
попередник, прародитель, предок, предтеча
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
poprzednik

Σχετικές λέξεις

προκάτοχος αντίθετο