lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προνόμιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
benefit, charter, chartering, franchise, liberty, patent, prerogative, privilege, title
προνόμιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
privilegium, prospěch, výsada
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiheit, gewinn, privileg, vorratskammern, vorrecht, vorteil, vorzugsrecht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forrette, privilegium, prærogativ, rettighed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exclusiva, prerrogativa, privilegio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénéfice, privilège, prérogative, régale, superbénéfice
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
beneficio, prerogativa, privilegio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forrett, fortrinn, prerogativ, privilegium, rettighet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прерогатива, привилегия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prerogativ, privilegium
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прывілея
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
eelisõigus, eesõigus, privileeg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erikoisetu, erioikeus, etuoikeus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
profit
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
előjog, kiváltság, szabadalom
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indulto, prerrogativa, privilegio, privilégio
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
výsada
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигода, виправити, виправитися, вирівнювати, вирівнюватися, вирівняти, вирівнятися, воля, вірний, вірно, зовсім, направо, повністю, правий, правильний, правильно, право, привілей, прямий, прямо, пільга, свобода, справедливий, справедливо
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
prerogatywa, przywilej

Σχετικές λέξεις

προνόμιο με κάρτα, προνόμιο υγείας, προνόμιο συνώνυμα, προνόμιο της ετεροδικίας, προνόμιο υγείας εμπορική, προνόμιο αφοσίωσησ, προνόμιο ετυμολογια, προνόμιο ευρεσιτεχνίας, προνόμιο στα αγγλικά, προνόμιο υγεία