lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βομβαρδίζω στα ρωσικά

Λέξη:
βομβαρδίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
бомбардировать, бомбить, обстреливать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βομβαρδίζω, βομβαρδίζω στα ρωσικά, бомбардировать στα ελληνικά
βομβαρδίζω στα ρωσικά