lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδέξιος στα ρωσικά

Λέξη:
επιδέξιος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (28):
быстрый, верткий, гибкий, изворотлив, изворотливый, искусный, ловкий, ловок, лукавый, опытный, политичный, проворен, проворный, складный, строен, стройный, увертлив, увертливый, увёртливый, умелый, умный, ухищрен, ухищренный, ухищрён, ухищрённый, хитрый, юркий, юрок
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά επιδέξιος, επιδέξιος ψάλτης, επιδέξιος συνώνυμο, επιδέξιος συνώνυμα, επιδέξιος αγγλικά, επιδέξιος στα ρωσικά, быстрый στα ελληνικά
επιδέξιος στα ρωσικά