lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκοτώνω στα ρωσικά

Λέξη:
σκοτώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
убивать, умертвлять, убить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σκοτώνω, όνειρο σκοτώνω, σκοτώνω συνώνυμο, σκοτώνω συνώνυμα, σκοτώνω στα ιταλικα, σκοτώνω σου λέω για χάρη του έρωτά μας, σκοτώνω στα ρωσικά, убивать στα ελληνικά
σκοτώνω στα ρωσικά