καράτι στα αγγλικά καράτι στα τσεχική καράτι στα γερμανικά καράτι στα δανική καράτι στα ισπανικά καράτι στα γαλλικά καράτι στα ιταλικά καράτι στα νορβηγικά καράτι στα ρωσικά καράτι στα σουηδικά καράτι στα λευκορωσίας καράτι στα πορτογαλικά καράτι στα ουκρανικά καράτι στα πολωνική
γεμίζω στα ουκρανικά ξακουστός στα φινλανδικά διάμετρος στα νορβηγικά εφημερίδα στα γαλλικά κισσός στα ουγγρική
διάμετρος χαλκίδα ξακουστός ο πορθμός του ευρίπου γεμίζω από εφημερίδα συντακτών κισσός κισσόνεργας