καράτι στα αγγλικά καράτι στα τσεχική καράτι στα γερμανικά καράτι στα δανική καράτι στα ισπανικά καράτι στα γαλλικά καράτι στα ιταλικά καράτι στα νορβηγικά καράτι στα ρωσικά καράτι στα σουηδικά καράτι στα λευκορωσίας καράτι στα σλοβακική καράτι στα ουκρανικά καράτι στα πολωνική
πικρός στα πορτογαλικά κύλινδρος στα πορτογαλικά εκμεταλλεύομαι στα δανική κατευνάζω στα φινλανδικά κοινοβουλευτικός στα σουηδικά
κύλινδρος σχεδίων χάρτινος κατευθύνω βικιλεξικο κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος εκμεταλλεύομαι παθητικη λέων πικρός