επαναστατικός στα αγγλικά επαναστατικός στα τσεχική επαναστατικός στα γερμανικά επαναστατικός στα ισπανικά επαναστατικός στα γαλλικά επαναστατικός στα ιταλικά επαναστατικός στα νορβηγικά επαναστατικός στα ρωσικά επαναστατικός στα βουλγαρικά επαναστατικός στα λευκορωσίας επαναστατικός στα φινλανδικά επαναστατικός στα ουγγρική επαναστατικός στα πορτογαλικά επαναστατικός στα πολωνική επαναστατικός στα ουκρανικά
ηθικός σχετικισμός καταστολή στη μεθ στρίβω συνώνυμο ματαιοδοξία ορισμός