lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρούμπαλο στα σουηδικά

Λέξη:
καρούμπαλο (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
bulla, knöl, kul, gupp
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά καρούμπαλο, καρούμπαλο στο πόδι, καρούμπαλο στο μέτωπο, καρούμπαλο στο λαιμό, καρούμπαλο στο λάστιχο, καρούμπαλο στο κεφάλι, καρούμπαλο στα σουηδικά, bulla στα ελληνικά
καρούμπαλο στα σουηδικά