lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κασσίτερος στα σουηδικά

Λέξη:
κασσίτερος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
bakplåt, bleck, tenn
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κασσίτερος, φθοριούχος κασσίτερος, κασσίτερος τιμη, κασσίτερος τι είναι, κασσίτερος συνώνυμα, κασσίτερος θεσσαλονίκη, κασσίτερος στα σουηδικά, bakplåt στα ελληνικά
κασσίτερος στα σουηδικά