lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κασσίτερος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
griddle, latten, pewter, tin
κασσίτερος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cín, plech
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blech, zinn
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blik, tin
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chapa, estaño, hojalata, lata, plancha
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fer-blanc, plaque, tôle, étain
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lamiera, lastra, latta, peltro, stagno
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tenn, tinn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жесть, олово
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bakplåt, bleck, tenn
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
калай
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tina
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pelti, tina
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kositar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bádog, pléh, ón
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
alavas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estanho, lata
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
олово
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
blacha, cyna

Σχετικές λέξεις

κασσίτερος αγορά, κασσίτερος συνώνυμα, κασσίτερος ετυμολογία, κασσίτερος αγγλικά, κασσίτερος αλλιώς, κασσίτερος θεσσαλονίκη, κασσίτερος τιμη, κασσίτερος τι είναι, φθοριούχος κασσίτερος, sn κασσίτερος