lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λουκάνικο στα σουηδικά

Λέξη:
λουκάνικο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
korv, pöl
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά λουκάνικο, λουκάνικο χωριάτικο θερμίδες, λουκάνικο χωριάτικο, λουκάνικο τσορίθο, λουκάνικο συνταγές, λουκάνικο στη λαδόκολλα με λαχανικά, λουκάνικο στα σουηδικά, korv στα ελληνικά
λουκάνικο στα σουηδικά