νεοσύλλεκτος στα αγγλικά νεοσύλλεκτος στα τσεχική νεοσύλλεκτος στα γερμανικά νεοσύλλεκτος στα δανική νεοσύλλεκτος στα ισπανικά νεοσύλλεκτος στα γαλλικά νεοσύλλεκτος στα ιταλικά νεοσύλλεκτος στα νορβηγικά νεοσύλλεκτος στα ρωσικά νεοσύλλεκτος στα λευκορωσίας νεοσύλλεκτος στα ουγγρική νεοσύλλεκτος στα πορτογαλικά νεοσύλλεκτος στα ουκρανικά νεοσύλλεκτος στα πολωνική
αυξάνω στα γαλλικά άλογο στα πορτογαλικά προσεκτικός στα εσθονική λίμνη στα σλοβενική ψάρεμα στα σουηδικά
ψάρεμα κυπρίνου προσεκτικός συνώνυμο αυξάνω αύξησα άλογο αναπαραγωγή λίμνη τσιβλού