lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: νεοσύλλεκτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conscript, draftee, recruit
νεοσύλλεκτος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
branec, nováček, odvedenec, odvedený, rekrut
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rekrut
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
besværing
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conscripto, quinto, recluta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conscrit, recrue
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
recluta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besværing, rekrutt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
новобранец, рекрут
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beväring, rekryt
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
навабранец, рэкрут
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
újonc
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quinto
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
новобранець, рекрут, рекруте, споживання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rekrut

Σχετικές λέξεις

νεοσύλλεκτος αγγλικα