lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοσοκόμα στα σουηδικά

Λέξη:
νοσοκόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
amma, vårdare
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά νοσοκόμα, νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα στο σπίτι θεσσαλονίκη, νοσοκόμα στο σπίτι, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα στα σουηδικά, amma στα ελληνικά
νοσοκόμα στα σουηδικά