lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: νοσοκόμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amah, foster-mother, nurse, wet-nurse
νοσοκόμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kojná, ošetřovatel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amme, krankenpfleger, krankenschwester, pfleger, wärter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
amme, barnepiké, sygeplejerske
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barchilón, enfermera, enfermero, nodriza
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
garde-malade, infirmier, nourrice
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
balia, bambinaia, infermiere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amma, amme, barnepike, pleier, sykepleier
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мамка, няня, санитар
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amma, vårdare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мамачка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
põetaja, õde
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dajka, ápoló
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
sesuo, slaugė
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sestra
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
годувальниця, мамка, медсестра, нянька, няньчити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mamka, pielęgniarz

Σχετικές λέξεις

νοσοκόμα για ενέσεις στο σπίτι, νοσοκόμα στο σπίτι θεσσαλονίκη, νοσοκόμα στο σπίτι, νοσοκόμα αυτοκτόνησε, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα θεσσαλονίκη, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα αγγλία, νοσοκόμα ετυμολογία