lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τράπεζα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bank, cay, school, shoal
τράπεζα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
banka, bankovní, lavička, mělčina, sedátko, útes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bank
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bank, grønne, stim
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alfaque, bajío, bancario, banco, médano
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banc, bancable, bancaire, banque, banquise, basse, trémat
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
banca, banco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bank, grunne, stim
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
банковский, банковый, скамья
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stim
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bankë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
банка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
банк, банкавы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pank
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pankki
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bank, zátony
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
bankas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banco
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насип
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bankowy, ławica

Σχετικές λέξεις

τράπεζα πειραιώς, τράπεζα της ελλάδος, τράπεζα θεμάτων, τράπεζα κύπρου, τράπεζα αττικής, τράπεζα νομικών πληροφοριών, τράπεζα χανίων, τράπεζα πειραιώς θεσσαλονίκη, τράπεζα χρόνου, τράπεζα ηπείρου