lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τραύμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gash, injury, laceration, slash, sore, wound
τραύμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bolest, poranění, rána, urážka, zranění
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verletzung, verwundung, wunde
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
sår
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
herida, lesión, llaga
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blessure, plaie, traumatisme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ferita, lesione, piaga, squarcio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skada, skottsår, sår, såra
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blessyr, skada, skottsår, sår, såra
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plagë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рана
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рана
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
haav
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haava, vamma
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bol, rana
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
seb, sebesülés, sérülés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
žaizda
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ferida, ferimento, fermento, lesão, traumatismo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ofensă
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирізати, вирізка, відрізаний, відрізати, гвоздика, збиток, зріз, косити, поранення, поранити, порвати, поривати, поріз, порізати, пошкодження, рана, ранити, рань, рожевий, розрізати, розтинати, різати, скоротити, скорочення, скорочування, скорочувати, ушкодження, фасон
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rana