lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναπτύσσω στα τσεχική

Λέξη:
αναπτύσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (31):
klíčit, odhalit, odhalovat, odmotat, odvinout, odvíjet, prosperovat, prospívat, rozbalit, rozkládat, rozložit, rozprostřít, roztáhnout, rozvinout, rozvádět, rozvést, rozvíjet, rozšířit, tvarovat, tvořit, utvořit, utvářet, vyklíčit, vytvořit, vyvinout, vyvíjet, vyškolit, vzkvétat, zformovat, školit, šířit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αναπτύσσω, αναπτύσσω συνωνυμα, αναπτύσσω προστακτικη, αναπτύσσω παρατατικός, αναπτύσσω λεξικό, αναπτύσσω κλιση, αναπτύσσω στα τσεχική, klíčit στα ελληνικά
αναπτύσσω στα τσεχική