lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντανακλώ στα τσεχική

Λέξη:
αντανακλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
obrážet, obrazit, odrážet, odrazit, odskočit, přemýšlet, uvažovat, vtisknout, vyskočit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αντανακλώ, αντανακλώ συνώνυμο, αντανακλώ συνώνυμα, αντανακλώ στα τσεχική, obrážet στα ελληνικά
αντανακλώ στα τσεχική