lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντανακλώ στα ουκρανικά

Λέξη:
αντανακλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
відбивати, відбити, віддзеркалити, віддзеркалювати, відкидати, відкинути, відображати, відображувати, відобразити, відхилити, відхиляти, відштовхнути, відштовхувати, зображення, міркувати, образ, спростовувати, спростувати, спростуйте, імідж
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αντανακλώ, αντανακλώ συνώνυμο, αντανακλώ συνώνυμα, αντανακλώ στα ουκρανικά, відбивати στα ελληνικά
αντανακλώ στα ουκρανικά