lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποστειρώνω στα τσεχική

Λέξη:
αποστειρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (5):
ochudit, ožebračit, sterilizovat, vysušit, zbídačit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αποστειρώνω, αποστειρώνω μπουκάλια, αποστειρώνω βάζα παρλιάρος, αποστειρώνω βάζα, αποστειρώνω στα τσεχική, ochudit στα ελληνικά
αποστειρώνω στα τσεχική