lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποστειρώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποστειρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
empobrecer, esterilizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποστειρώνω, αποστειρώνω μπουκάλια, αποστειρώνω βάζα παρλιάρος, αποστειρώνω βάζα, αποστειρώνω στα πορτογαλικά, empobrecer στα ελληνικά
αποστειρώνω στα πορτογαλικά