lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα τσεχική

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
běžet, fungovat, jednat, konat, operovat, postupovat, pracovat, provádět, provést, působit, vykonat, vykonávat, způsobit, účinkovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εγχειρίζω, εγχειρίζω στα τσεχική, běžet στα ελληνικά
εγχειρίζω στα τσεχική