lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγχειρίζω στα δανική

Λέξη:
εγχειρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
agere, akt, arbejde, betjene, drive, fungere, gå, gøre, handle, operere, virke
Σχετικές λέξεις:
δανική εγχειρίζω, εγχειρίζω στα δανική, agere στα ελληνικά
εγχειρίζω στα δανική