lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επείγων στα τσεχική

Λέξη:
επείγων (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
akutní, bezodkladný, horlivý, naléhavý, neodkladný, neúnavný, nutkavý, nutný, pilný, pracný, pracovitý, přičinlivý, snaživý, urgentní, usilovný, vytrvalý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επείγων, ο επείγων, κατ επείγων, επειγων ή επειγον, επείγων κλιση, επείγων επείγον, επείγων στα τσεχική, akutní στα ελληνικά
επείγων στα τσεχική