lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επείγων στα πορτογαλικά

Λέξη:
επείγων (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
aplicado, assíduo, diligente, esforçado, estudioso, laborioso, solícito, trabalhador, urgente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επείγων, ο επείγων, κατ επείγων, επειγων ή επειγον, επείγων κλιση, επείγων επείγον, επείγων στα πορτογαλικά, aplicado στα ελληνικά
επείγων στα πορτογαλικά