lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτίθεμαι στα τσεχική

Λέξη:
επιτίθεμαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
dotírat, drbat, drhnout, hladit, leštit, masírovat, mazat, mnout, napadat, napadnout, obtěžovat, přepadat, přepadnout, třít, vpadnout, vydrhnout, vyleštit, zachvátit, zaútočit, útočit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επιτίθεμαι, επιτίθεμαι συνώνυμο, επιτίθεμαι συνώνυμα, επιτίθεμαι στα αγγλικα, επιτίθεμαι προστακτική, επιτίθεμαι παρατατικός, επιτίθεμαι στα τσεχική, dotírat στα ελληνικά
επιτίθεμαι στα τσεχική