lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα ουγγρική

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
fogyatékosság, hiány, mulasztás, botlás, eltévelyedés, hiba, programhiba, tévedés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα ουγγρική, fogyatékosság στα ελληνικά
ελάττωμα στα ουγγρική