lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κεντρίζω στα τσεχική

Λέξη:
κεντρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
bodat, bodnout, děrovat, pobodat, pobízet, pohánět, popohnat, popohánět, popíchnout, povzbuzovat, probít, propíchnout, provrtat, pálit, píchat, píchnout, svrbět, urychlit, uspíšit, uštknout, štípat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κεντρίζω, κεντρίζω στα τσεχική, bodat στα ελληνικά
κεντρίζω στα τσεχική